αιματίτης

αιματίτης
Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές πλακώδεις, γαιώδεις παραλλαγές (ερυθρά ώχρα). Έχει ειδικό βάρος 4,9-5,3, σκληρότητα 5,5-6,5, διαλύεται στα οξέα και εξαλλοιώνεται εύκολα σε λειμονίτη. Έχει χρώμα χαλυβδόφαιο, μεταλλική λάμψη και παρουσιάζει φαινόμενα ιριδισμού όταν αλλοιώνεται επιφανειακά. Το ορυκτό αυτό, εξαιτίας της μεγάλης περιεκτικότητάς του σε σίδηρο (70%) και της μεγάλης διάδοσής του σε εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα, είναι ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά του σιδήρου για την εξαγωγή αυτού του μετάλλου. Η προέλευσή του μπορεί να είναι πνευματολυτική, υδροθερμική ή από μεταμόρφωση. Είναι από τα γνωστότερα και τα περισσότερο εξορυσσόμενα από την αρχαιότητα ορυκτά του σιδήρου: τα ορυχεία του νησιού Έλβα ήταν γνωστά από την εποχή των Ετρούσκων. Κοιτάσματα α. μεγάλης βιομηχανικής σημασίας υπάρχουν στην Ισπανία (Μπιλμπάο), στην Ουκρανία (Κριβόι Ρογκ) και στις ΗΠΑ (λίμνη Σουπίριορ). Στην Ελλάδα απαντάται στον αιματιτικό σχιστόλιθο της Πελοποννήσου, στην Κρήτη, στην Κύθνο, στη Σίφνο και στη Σέριφο· στο Λαύριο παρουσιάζεται σε φλεβίδια και φωλιές. Εξορύσσεται ιδίως από τα μεταλλεία Λακωνίας και Σερίφου και σε αρκετές ποσότητες. Όγκος αιματίτη, εξαλλοιωμένος επιφανειακά σε λειμονίτη.
* * *
ο (Α αἱματίτης) (Α και θηλ. -ῑτις)
ο όμοιος με αίμα
«αιματίτης λίθος», λίθος που περιέχει σίδηρο (κν. αιματοστάτης και αιμοστάτης), φυσικό οξείδιο τού σιδήρου Fe2O3 (αλλ. ολίγιστο)
αρχ.
1. «αἱματῑτις φλέψ», η φλέβα ως αγωγός αίματος
2. «εἰλεὸς αἱματίτης», πάθηση εντερική που οφείλεται σε συστροφή και απόφραξη τού εντέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα.
ΠΑΡ. μσν. αἱματῖται].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αἱματίτης — αἱματί̱της , αἱματίτης blood like masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιματίτης — ο ορυκτό κόκκινου χρώματος οξείδιο του σιδήρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • υδροαιματίτης — ο, Ν (ορυκτ.) μικροκοκκώδης αιματίτης με απορροφημένο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrohematite (< υδρ[ο] * + αιματίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ορυκτολογικό Λαυρίου — Στεγάζεται από το 1986 σε ένα αναπαλαιωμένο πέτρινο κτίριο του 1873 (Α. Κορδέλλα), δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αι., και ανήκει στην Εταιρεία Μελετών της Λαυρεωτικής. Από τα χίλια περίπου δείγματα ορυκτών της συλλογής της… …   Dictionary of Greek

  • Hematite — For other uses, see Hematite (disambiguation). Hematite Hematite (blood ore) from Michigan (unknown scale) General Category …   Wikipedia

  • Hematite — Hématite Hématite Général Nom IUPAC trioxyde de difer, Oxyde de fer rouge, Oxyde de fer jaune No CAS …   Wikipédia en Français

  • Hématite — Catégorie IV : oxydes et hydroxydes[1] Hématite Rose de Fer Ouro Preto, Brésil (6x3,6 cm) …   Wikipédia en Français

  • Oligiste — Hématite Hématite Général Nom IUPAC trioxyde de difer, Oxyde de fer rouge, Oxyde de fer jaune No CAS …   Wikipédia en Français

  • hematites — (Del gr. haimatites, sanguíneo.) ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Mineral de aspecto terroso que se encuentra mezclado con arcillas y otras impurezas, que es una mena de hierro importante y muy extendida. IRREG. plural hematites * * * hematites… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”